Σώζων

Σώζων
Όνομα Αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Βοσκός, ο οποίος καταγόταν από τη Λυκαονία και έζησε τον 3o αι. Προτού γίνει χριστιανός ονομαζόταν Ταράσιος. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, επειδή κάποτε στην Πομπηιούπολη της Κιλικίας απόσπασε κρυφά το χέρι χρυσού αγάλματος της Άρτεμης και μοίρασε το χρυσό στους φτωχούς. Η μνήμη του τιμάται την 7η Σεπτεμβρίου. 2. Άγιος της κυπριακής Εκκλησίας. Ήταν βοσκός και μαρτύρησε κατά την επιδρομή του Αβουβεκήρ στην Κύπρο. Για τον Άγιο γράφει το χρονικό του Λ. Μαχαιρά. 3. Ο εκ Νικομήδειας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του τιμάται την 7η Αυγούστου. Ο Άγιος Σώζων στο Γεράκι (14ος αι.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σῴζων — σώζω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώζων — σώζω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • Moudros — Stadtgemeinde Moudros (1997–2010) Δήμος Μούδρου (Μούδρος) …   Deutsch Wikipedia

  • Mudros — Gemeinde Moudros Δήμος Μούδρου (Μούδρος) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Созонт — Род: мужской Этимологическое значение: спасающий Другие формы: * Созон * Сазон Уменьш. формы: * Сазыка * Созыка Связанные статьи: начинающиеся с «Созонт» …   Википедия

  • Созон — греческое Род: муж. Этимологическое значение: «спасающий» Отчество: Созонович Созоновна Другие формы: Созонт Производ. формы: Созонка; Зоня[1] Связ …   Википедия

  • Сазыкин — Сазыкин, Созыкин  русская фамилия, образованная от «Сазыка»  уменьшительной формы мужского крестильного имени Созонт (от греч. Σώζων  «спасающий»). Известные носители Сазыкин, Алексей Георгиевич (1943 2005)  российский… …   Википедия

  • εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”